-
1 пригородный
пригородный: \пригородный поезд το τρένο των προαστίων разг. о ηλεκτρικός* * *при́городный по́езд — το τρένο των προαστίων разг. ο ηλεκτρικός
-
2 пригородный
επ.του προαστίου•-ые жители κάτοικοι των προαστίων.•
πλησίον της πόλης•-ое огородное хозяйство το παρά την πόλη κηπευτικό νοικοκυριό.
|| (για μέσα μεταφοράς)• του προαστίου•пригородный автобус λεωφορείο προαστίων.
-
3 автобус
το λεωφορείο- дальнего следования - μακρών διαδρομών, το πούλμαν (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автобус